- αποχαιρετίζω
- κ. -χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. -χαιρετῶ, -άω)1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει2. χαιρετώ προκειμένου ν' αναχωρήσω ή ν' αποχωρήσω για ύπνονεοελλ.1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + χαιρετίζω. Ο τ. αποχαιρετώ υστερογενής, από το ρ. χαιρετώ*, που προήλθε υποχωρητικά από τον αόρ. χαιρέτισα (του χαιρετίζω), ο οποίος συνέπιπτε ακουστικά με τους αορ. σε -ησα των ρημάτων σε -ώ (πρβλ. μίλησα - μιλώ, ζήτησα - ζητώ κ.ο.κ.)
Dictionary of Greek. 2013.